- προσαμπέχω
- Α1. περιβάλλω, περικαλύπτω κάτι επί πλέον2. παθ. προσαμπέχομαιπεριπλέκομαι ή προσκολλώμαι σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀμπέχω «περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek